- δίμετρον
- δίμετροςhaving two metresmasc/fem acc sgδίμετροςhaving two metresneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίμετρος — η και ος, ο (AM δίμετρος, ον) (μετρ.) 1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο μέτρα ή πόδες 2. το ουδ. ως ουσ. το δίμετρο(ν) στίχος δίμετρος («ιαμβικό δίμετρο») νεοελλ. μουσ. αυτός που εκτείνεται σε δύο μέτρα («δίμετρος παύση») αρχ. το ουδ.… … Dictionary of Greek